- υπερφέρω
- Α1. περνώ κάτι πάνω από κάτι άλλο, μεταφέρω κάτι πάνω από κάτι άλλο («καὶ ὑπερενεγκόντες τὸν Λευκαδίων ἰσθμὸν τὰς ναῡς», Θουκ.)2. μεταφυτεύομαι3. εξέχω, προεξέχω, βρίσκομαι πιο ψηλά από κάτι («ἡ σελήνη φεύγει τὴν Στύγα μικρὸν ὑπερφέρουσα», Πλούτ.)4. υπερέχω, έχω τα πρωτεία («οὔτε χώρη κάλλεϊ καὶ ἀρετῇ μέγα ὑπερφέρουσα», Ηρόδ.)5. (για νερό) περνώ πάνω από κάτι, κατακλύζω («τῆς θαλάσσης ὑπερενεχθείσης τοῡ σκάφους», Ιωάνν. Χρυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.